- θάπτω
- (AM θάπτω)βλ. θάβω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ-τω < *θαφ-, το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ- και ταφ- (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh- «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh- τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα -τω (πρβλ. βλάπ-τω, κό-πτω). Συνδέεται με αρμ. damb-an, damb-aran «τάφος», τα οποία σε συνδυασμό με το ελλ. τάφ-ρ-ος επιτρέπουν ίσως την αναγωγή σε θέμα r/n. Ο νεοελλ. τ. θάβω από τον αόρ. έθαψα κατά το σχήμα έθλιψα - θλίβω κ.λπ.ΠΑΡ. ταφή, τάφος, τάφρος.ΣΥΝΘ. εκθάπτω, ενθάπτω, συνθάπτωαρχ.αντιθάπτω, επενθάπτω, επιθάπτω, καταθάπτω, παραθάπτω, παρακαταθάπτω, προθάπτω, συγκαταθάπτω, συνενθάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.